πάντροπος

πάντροπος
-ον, Α
1. αυτός που κατατροπώθηκε
2. αυτός που αποδέχεται όλους τους τρόπους τής ύπαρξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + τρόπος (πρβλ. πολύ-τροπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάντροπον — πάντροπος all routed masc/fem acc sg πάντροπος all routed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντρόπῳ — πάντροπος all routed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”